Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ασ χολούμαι

См. также в других словарях:

  • χολοῦμαι — χολάω to be full of black bile pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) χολόομαι anger pres ind mp 1st sg χολόω anger pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …   Dictionary of Greek

  • αμφιχολούμαι — ἀμφιχολοῡμαι ( έομαι) (Α) χολιάζω, οργίζομαι πολύ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χολοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • θεοχόλωτος — θεοχόλωτος, ον (Α) αυτός που έχει την οργή, τον χόλο τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χολωτος (< χολούμαι «θυμώνω»), πρβλ. αυτο χόλωτος, ευ εκ χόλωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»